Dr. Jacob Nordangard “Η Ανθρωπότητα σε Έκτακτη Ανάγκη”

ΜΕΡΟΣ Ά -«Γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν»(Μέρος 9ο)

 

«Γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν»

«᾿Ελθέτω ἡ βασιλεία σου»

«Κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ Εὐαγγέλιον»

Σκανδαλίζονται μερικοί. Πῶς εἶναι δυνατόν, λέγουν, νὰ μὴ ἐφαρμοσθῇ ἀπολύτως ἡ ὑπόσχεσις τοῦ Κυρίου, τὸ «γενήσεται μία ποίμνη, εἷς ποιμὴν», ὡς καὶ ἢ προσευχῇ, τὴν ὁποίαν μᾶς ἐδίδαξε καθημερινώς νὰ λέγωμεν, τὸ «ελθέτω βασιλεία Σου»;

᾿Αλλὰ καὶ ἐγὼ σκανδαλίζομαι μὲ τὴν νοοτροπίαν των καὶ τὴν ἐπὶ τὸ ὑλιστικώτερον ἑρμῃνευτικὴν τῶν ἄποψιν. Διότι, ἐὰν ὑποτεθῇ ὅτι ὁ Διάβολος ἐδέθη τελείως και εκλείσθη εἰς τὴν φυλακὴν, ἐξασφαλίζεται η ἁγιότης τοῦ κόσμου;

Παντοῦ καὶ εἰς ὅλα πταίει ὁ Σατανᾶς; Αὐτὸς ὑποτεθείσθω ὅτι θα δεθῇ, ἀλλα θὰ δεθῇ συγχρόνως ἢ ἐκ νεότητος, ἐκ σπαργάνων, ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ὑπάρχουσα ἁμαρτία καὶ κακία, ἣ ἔμφυτος πονηρὰ κλίσις τοῦ ἀνθρώπου; Ὃ Θεὸς μᾶς καθιστᾷ σαφές, ὅτι «ἔγκειται ἢ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἐπιμελῶς ἐπὶ τὰ πονηρὰ ἐκ νεότητος αὐτοῦ» ( Γἕν. η΄ 21). Θὰ δεθῇ ὁ Σατανᾶς, ἀλλὰ θὰ δεθοῦν ὁ θυμός, ἢ συκοφαντία, ἣ ὑπερηφάνεια τῶν ἀνθρώπων; Ὁ σατανᾶς πταίει διὰ πάντα σκανδαλισμόν, διὰ πᾶσαν κακίαν καὶ διαστροφὴν τοῦ ἀνθρώπου; Αὐτὸς μίαν εὐθύνην ἔχει, ὅτι ὑποδαυλίζει τὴν ἐμφυτον κλίσιν πρὸς τὸ κακὸν καὶ τὴν ὑπάρχουσαν ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἁμαρτίαν. Καὶ ἐὰν ὑποθέσωμεν, ὅτι θὰ ἐδένετο ὑπὸ του Κυρίου τελείως, ὅπως αὐτοὶ νομίζουν, θὰ ὠλιγόστευεν ἁπλῶς ἣ ἁμαρτία, δὲν θὰ ἐξηφανίζετο.

Καὶ ἐὰν ἐδένετο τελείως ὁ Σατανᾶς, τὰ δισεκατομμύρια τῶν κατοίκων τῆς γῆς θὰ ήσαν ὅλοι ἅγιοι καὶ δὲν θὰ ὑπήρχον οὗτε δέκα ἐν ἁμαρτίαις;

Επομένως, ἐνῷ θὰ ὑπῆρχον ἔστω καὶ ἐλάχιστοι ἁμαρτωλοί, θὰ ἤσαν δύο ποίμναι καὶ δύο ποιμένες, ἔστω καὶ ἐὰν ὁ εἷς ἐκ τῶν ποιμένων θὰ εἶχεν ὀλιγώτερα πρόβατα. Τὸ ὅτι μὲ τὸ «μία ποίμνη» ὁ Κύριος ἐννοοῦσε τὴν ἐξ Ιουδαίων και ἐξ ἐθνῶν σύμπηξιν τῆς μιᾶς ᾿Εκκλησίας καὶ ὄχι τὴν ὁλοκληρωτικὴν τῶν ἐθνῶν κλῆσιν, ὑποστηρίζουν καὶ οἱ Πατέρες τῆς ᾿Εκκλησίας, ὡς ο᾿ Ἶ. Χρυσόστομος, ὁ Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας, ὁ Θεοφύλακτος κ.ἄ. Ὅλοι αὐτοὶ λέγουν, ὅτι ὁ Κύριος ὡς Ποιμὴν δὲν ἔχει ὡς ποίμνιον πρόβατα μόνον ἐκ τῆς αὐλῆς τῶν Ἴσραηλιτῶν, ἀλλὰ καὶ ἕτερα πρόβατα, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ ἄλλας αὐλάς, τῶν εἰδωλολατρικῶν λαῶν. Ἣ ποίμνη, ποῦ Χριστοῦ, ἣ ᾿Εκκλησία, ἀποτελεῖται ἀπὸ πιστοὺς ἐξ ὅλων τῶν ἐθνῶν τῆς γῆς.

«Τοὺς ἀπὸ τῶν ἐθνῶν προωρισμένους εἰς σωτηρίαν λέγων δείκνυσιν ἰδίαν αὐλὴν παρὰ τῶν ’Ιουδαίων», λέγει ο Μ. Βασίλειος. Καὶ ὁ Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας σημειώνει: «᾿Υποσημαίνει δὲ ὅτι τοῖς ἐξ Ιουδαίων εὐγνωμονεστέροις τὰς ἔκ τῶν ἐθνῶν ἀναμίξας ἀγέλας καλέσει πρὸς θεογνωσίαν τοὺς ἅπανταχόσε λαούς».

Ἔκ τούτων καταφαίνεται, ὅτι ἐκ τῶν ἐθνῶν ἐκλήθησαν οἱ ἐκλεκτοί, ὅπως συνέβη, καὶ μὲ τοὺς ᾿Ισραηλίτας, ὄχι ὅλοι γενικῶς. Δὲν πρόκειται συνεπῶς νὰ ἐκχριστιανισθοῦν ὅλα τὰ ἔθνη ὡς σύνολον καὶ μάλιστα νὰ γίνουν ἰδεώδεις Χριστιανοί. Τὸ «μία ποίμνη» ἔγινε καὶ ϑὰ ὁλοκληρωθῇ εἰς τὸν οὐρανόν. ᾽Εκεῖ θὰ βασιλεύσῃ τελείως ὁ εἷς ποιμνὴν, ὁ Κύριος τῶν Δυνάμεων, καὶ οὐδεὶς ἄλλος. ᾿Εκεῖ θὰ ἐκπληρωθῇ εἰς τέλειον βαθμὸν ὅ,τι εἶπεν ὁ Κύριος προσευχόμενος διὰ τοὺς πιστούς του: «Πἄτερ, οὗς δέδωκάς μοι θέλω, ἵνα, ὅπου εἰμὶ ἐγώ, κακεῖνοι ὦσι μέτ᾽ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσι τὴν δόξαν τὴν ἐμήν». (Ἰωάν. ιζ΄ 24). Καὶ διὰ νὰ μὴ εἴπῃ τις, ὅτι διὰ μόνον τοὺς μαθητάς του ἔζητει τὰ ἀνωτέρω, διὰ τοῦτο λέγει ἐπίσης: «οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευσόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ» (᾿Ἰωαν. ιζ΄ 20).

Άλλωστε, «οὐκ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μἐλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἕβρ. ιγ΄ 14. Πρβλ. Ἕβρ. ια΄ 10). Καὶ κατ᾽ ἄλλο χωρίον, « Ἡμῶν τὸ πολίτευμα ἐν οὐρανοῖς ὑπάρχει» (Φιλιπ. γ΄ 20). ᾿Επίσης, ἀναμένομεν «κληρονομίαν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον, τετηρημένην ἐν οὐρανοῖς εἰς ἡμᾶς» (Α΄ Πέτρ. α΄ 4). Ἐκεῖ, ὅπου ὑπεσχέθη ὁ Κύριος: «Πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα, ὅπου εἰμὶ ἐγώ, καὶ ὑμεῖς ἢτε» (Ἰωάν.ιδ΄ 8).

Τὸ δὲ «ἐλθέτω ἣ βασιλεία σου» σημαίνει τὴν ἀπαραίτητον προϋπόθεσιν διὰ νὰ σωθῇ ὁ ἄνθρωπος. ᾿Εάν ὁ ἄνθρωπος θέλῃ νὰ ἔχῃ μέρος εἰς τὴν μόνιμον βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, πρέπει νὰ λάβῃ τὸν Βασιλέα Χριστὸν εἰς τὴν καρδίαν του. «Οὐκ ἔρχεται ἣ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως... ἰδοὺ γὰρ ἣ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστιν» (Λουκ. ιζ΄ 20-21). Ἡ βασιλεία τοῦ Κυρίου ἔρχεται καὶ ἀρχεται ταπεινῶς εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, διὰ νὰ ὁλοκληρωθῇ εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου θὰ διαρκῇ αἰωνίως. Κατὰ δὲ τοὺς Πατέρας καὶ ἑρμηνευτὰς ᾽Ι. Χρυσόστομον, Θεοφύλακτον καὶ Ζυγαβηνόν, τὸ «ἐλθέτω ἣ βασιλεία σου» εἶναι ἄσχετον πρὸς τὸ συνεχόμενον «γενηθήτω τὸ θέλημά σου ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ τῆς γῆς» καὶ ἐννοεῖ, ὅτι πρέπει οἱ πιστοὶ νὰ προσεύχωνται νὰ ἔλθῃ συντόμως ἢ Δευτέρα Παρουσία του, ποὺ ὄπισθεν αὐτής εἶναι ἣ αἰωνία βασιλεία τοῦ Κυρίου ἐν οὐρανῷ. «Βασιλείαν νῦν τὴν δευτέραν αὐτοῦ Παρουσίαν φησίν, ὡς μετὰ πολλῆς δόξης ἐσομένην» (Ζυγαβηνός). «Τοῦτο δὲ πάλιν παιδὸς εὐγνώμονος τὸ ρῆμα, τὸ μὴ προσηλῶσθαι τοῖς ορωμένοις, μηδὲ μέγα τι τὰ παρόντα ἡγεῖσθαι, ἀλλ᾽ ἐπείγεσθαι πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τῶν μελλόνων ἐφίεσθαι» (Χρυσόστομος). «᾿Ελθέτω ἡ βασιλεία σου. Τουτέστιν ἥ δευτέρα παρουσία· διότι ἐκεῖνος, ὅπου ἔχει πεπαρρησιασμένην τὴν συνείδησιν, παρακαλεῖ νὰ ἔλθῃ ἡ ἀνάστασις ἐπὶ τῆς γῆς» (Θεοφύλακτος).

Καὶ δὲν ἀμφιβάλλει κανείς, ὅτι τὸ ἅγιον θέλημα τοῦ Κυρίου εἶναι ὄχι βεβαίως νὰ γίνῃ ἢ βασιλεία τοῦ ὑπὸ χιλιαστικὴν ἔννοιαν, εἰς τὴν γῆν, ἣ ὁποία πάντοτε θὰ εἶναι τόπος ἁμαρτίας καὶ κλαυθμῶνος καὶ οἱ ἄνθρωποι οὕτως ἢ ἄλλως θὰ ἀποθνήσκουν, ἀλλὰ νὰ τὸν ἀγαπήσουν ὅλοι, νὰ βασιλεύσῃ εἰς τὰς καρδίας των, διὰ νὰ τοὺς παραλάβῃ ἐν συνεχείᾳ μεθ᾽ ἑαυτοῦ εἰς τὸν Οὐρανόν, ὅπου ἣ μόνιμος καὶ αἰωνία καὶ τελεία βασιλεία. Δι᾽ αὐτὸ ἐδιδάχθημεν ὑπὸ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, νὰ προσευχώμεθα νὰ ἔλθῃ ἣ βασιλεία τοὐ μὲσα εἰς τὰς καρδίας μας, καὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ κάμνουν τὸ πανάγιον θέλημα του, ὡς τοῦτο κάμνουν οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ, διὰ νὰ τύχωμεν καὶ τῆς ἐν οὐρανοῖς μονίμου βασιλείας, ὡς λαβόντες ἀπὸ ἐδῶ τὴν βασιλείαν ἐν ταῖς καρδίαις ημῶν.

᾿Ερχόμεθα καὶ εἰς τὸ «κηρυχθήσεται τοῦτο τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας ἐν ὅλῃ τῇ οἰκουμένῃ εἰς μαρτύριον πᾶσι τοῖς ἔθνεσι καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος» (Ματθ. κδ΄ 14). Κατὰ μὲν τὸν Ἴ. Χρυσόστομον, ὁ Κύριος δὲν ἐννοοῦσε τὸ τέλος ποῦ κόσμου, ἀλλὰ τὸ τέλος, τὴν καταστροφήν, τῆς Ἱερουσαλήμ. Κατὰ ταῦτα ὁ Κύριος ἤθελε νὰ εἴπῃ ὅτι πρὸ τῆς καταστροφῆς τῶν ᾿Ἱεροσολύμων, εἰς τὸ διάστημα τῶν 35 ἐτῶν μετὰ τὴν Πεντηκοστήν, θὰ ἐκηρύσσετο τὸ Εὐαγγέλιον εἰς τὸν τότε γνωστὸν κόσμον. Καὶ θὰ ἐκηρύσσετο εἰς «μαρτύριον», ἁπλῶς διὰ νὰ λάβουν γνῶσιν καὶ καταστοῦν οἱ ἀπιστοι ἀναπολόγητοι. Επομένως πολὺ περισσότερον δὲν ἐννοοῦσε ὅτι μὲ τὴν κήρυξιν τοῦ Εὐαγγελίου θὰ ἐγίνοντο ὅλα τὰ ἔθνη Χριστιανικά, μὲ συνειδητοὺς Χριστιανούς. «Διὸ καὶ ἐπήγαγε, “καὶ κηρυχθήσεται τὸ Εὐαγγέλιον τοῦτο ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ εἰς μαρτύριον πᾶσιν τοῖς ἔθνεσι καὶ τότε ἥξει τὸ τέλος᾽᾽ τῆς συντελείας τῶν “Ιεροσολύμων... διὰ τοῦτο δὲ μετὰ τὸ κηρυχθῆναι τὸ Εὐαγγέλιον πανταχοῦ τῆς οἰκουμένης, ἀπόλλυται τὰ “Ιεροσόλυμα... ὅτι γὰρ πανταχοῦ ἑκηρύχθη τότε, ἄκουσον τί φησιν ὃ Παῦλος. «Τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ κηρυχθέντος ὲν πάσῃ τῇ κτίσει τῇ ὕπ᾽ οὐρανόν...» ὃ καὶ μέγιστον σημεῖον τῆς τοῦ Χριστοῦ δυνάμεως, ὅτι ἐν εἴκοσιν ἢ καὶ τριάκοντα ὅλοις ἔτεσι τὰ πέρατα τῆς Οἰκουμένης κατέλαβεν ὃ λόγος» (Ἴ. Χρυσόστομος, εἰς “Απαντα τῶν ᾿Αγίων Πατέρων, τόμος 68, σελὶς 371-378). Ἑπομένως τὸ χωρίον τοῦτο ἀναφέρεται μᾶλλον εἰς τὸ τέλος τῶν Ϊεροσολύμων, τὸ ὁποῖον καὶ ἔγινε τὸ 70 μ.Χ. καὶ ὄχι εἰς τὴν συντέλειαν τοῦ κόσμου. Ἁλλὰ καὶ ἐὰν ὑποθέσωμεν ὅτι ἐννοεῖ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, δηλαδὴ ὅτι πρῶτον θὰ κηρυχθῇ τὸ Ευαγγέλιον εἰς ὅλον τὸν πλανήτην καὶ ἔπειτα θὰ ἔλθῃ τὸ τέλος τοῦ κόσμου, δεν θὰ ἐννοῇ ὁπωσδήποτε, ὅτι ὅλοι οἱ λαοί, μηδενὸς ἐξαιρουμένου, θὰ γίνουν Χριστιανοί.

Οἱ λαοὶ θὰ λάβουν γνῶσιν τοῦ Χριστοῦ, θὰ ἀκούσουν τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ευαγγελιου εἰς «μαρτύριον», ἀνεξαρτήτως ἐὰν πιστεύσουν ἢ ὄχι. Καὶ ἤδη τοῦτο ἐκηρύχθη καὶ συνεχῶς κηρύσσεται εἰς ὅλον τὸν κόσμον.

Δἐν πρόκειται λοιπὸν νὰ ἁγιοποιηθῇ ὅλος ὁ πλανήτης. Δὲν θὰ γίνουν οἱ λαοὶ κατ΄ ἐπίγνωσιν χριστιανικοί. Ήδη ἔχομεν πολλοὺς χριστιανικοὺς λαούς, ἀλλ᾽ εἰς τὴν ταυτότητα, καὶ δὲν διαφέρουν κατ᾽ οὐσίαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολατρικοὺς τοιούτους. Καὶ χρειάζεται ἐπανευαγγελισμὸν ολόκληρος ὁ χριστιανικὸς κόσμος. Ποἵος θὰ τὸν κάμη καὶ πῶς ὁ κόσμος θὰ ἀλλάξῃ; Θαυματουργικῶς; Οἱ μαθηταὶ ἠρώτησαν τὸν Κύριον: «Κύριε, εἰ ὀλίγοι οἱ σῳζομενοι;». Ὥς ἀπᾶντησις δὲ εἰς τὸ ἐρώτημα ποῦτο θὰ ἠδύνατο νὰ λογισθῇ αὐτὸς ἐδῶ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου περὶ μικροῦ ποιμνίου: «Μὴ φοβοῦ, τὸ μἱκρὸν ποίμνιον, ὅτι εὐδόκησεν ὁ Πατὴρ ὑμῶν δοῦναι ὑμῖν τὴν βασιλείαν» (Λουκ. ιγ΄ 23, ιβ΄ 32).


Σχόλια