Dr. Jacob Nordangard “Η Ανθρωπότητα σε Έκτακτη Ανάγκη”

Βιομετρική και συμπεριφορική παρακολούθηση - θα επιλέξει η ΕΕ τον απολυταρχισμό;


07/02/2022

Μια μελέτη σχετικά με τη χρήση βιομετρικής και συμπεριφορικής μαζικής παρακολούθησης ιδίως σε δημόσιους χώρους, εξετάζει το κατά πόσον γενικότερα στο όνομα της ασφάλειας, η Ευρωπαϊκή Ένωση οδεύει πέραν του κράτους δικαίου προς το τέλος της φιλελεύθερης δημοκρατίας, καθώς τα δικαιώματα των πολιτών αγνοούνται και σε εθνικό  και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. 

Αν δεν επιλέξει την αναστολή της χρήσης των βιομετρικών τεχνολογιών εν αναμονή της επανεξέτασης των πρακτικών παρακολούθησης σε ανώτατο επίπεδο, η ΕΕ θα επιλέξει ουσιαστικά τον απολυταρχισμό, με αυτολογοκρισία και  στην πορεία εκτεταμένες εξαιρέσεις στη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης στην παρακολούθηση.

Μια έκθεση με τίτλο «Επιπτώσεις της χρήσης των βιομετρικών και συμπεριφορικών τεχνολογιών μαζικής παρακολούθησης στα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου» που δημοσιεύθηκε από τους Πράσινους/Ευρωπαϊκή Ελεύθερη Συμμαχία - μια ομάδα κομμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - ανατρέχει στην υιοθέτηση της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 1950, η οποία έχει ως στόχο την πρόληψη της επιστροφής  του  απολυταρχισμού στην Ευρώπη «μέσω ενός μηχανισμού που αποθαρρύνει τα κράτη από το να ευνοούν την τάξη και την ασφάλεια περισσότερο από τη διατήρηση των ελευθεριών».

Το έγγραφο ισχυρίζεται ότι είναι μια αντικειμενική μελέτη που βασίζεται σε εκτιμήσεις των επιπτώσεων της προστασίας της ιδιωτικής ζωής - σχετικά με το κατά πόσον το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα απειλούνται από τη βιομετρική και τη συμπεριφορική μαζική παρακολούθηση, «νοούμενες ως τεχνολογίες που περιλαμβάνουν τη χρήση βιομετρικών αναγνωριστικών και είναι πιθανό να επιτρέψουν τη μαζική παρακολούθηση, ακόμη και αν δεν εφαρμόζονται για τον συγκεκριμένο σκοπό».

***

***
Η μελέτη διαπιστώνει ότι η στάση των κρατών μελών και της ΕΕ απέναντι στη μαζική παρακολούθηση έχει θέσει σε κίνδυνο αυτές τις ελευθερίες. 

«Οι δημόσιες αρχές δικαιολογούν την εφαρμογή και την περαιτέρω ανάπτυξη αυτών [των βιομετρικών και συμπεριφορικών] τεχνολογιών ως ανάγκη που δεν απαιτεί συζήτηση, προκειμένου να καταπολεμηθεί η τρομοκρατία και να διασφαλιστεί η ασφάλεια. Ωστόσο, μέχρι στιγμής δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν την αποτελεσματικότητα και την προστιθέμενη αξία, ενώ η βιομετρία είναι ένα εξαιρετικά προσωπικό και ταυτοποιητικό εργαλείο».

Ο συγγραφέας θεωρεί ότι η ΕΕ διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη της τεχνολογίας, απαιτώντας βιομετρικές ταυτότητες και επιδιώκοντας να ευνοήσει την τεχνική σύγκλιση των ευρωπαϊκών συστημάτων που χρησιμοποιούν βιομετρικά στοιχεία. 

«Αυτή η πολιτική της ΕΕ επεκτείνεται και στα Δυτικά Βαλκάνια. Η προσέγγιση αυτή παρουσιάζεται ενίοτε ως αποτέλεσμα της πίεσης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής να καταστήσουν την προσφυγή στη βιομετρία ως πρωταρχικό στόχο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Ωστόσο, οι συγγραφείς καταδεικνύουν ότι στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έκανε επιλογές που υπερέβαιναν κατά πολύ τις απαιτήσεις των ΗΠΑ και μάλλον φαίνεται να εξυπηρετούν μια εσωτερική πολιτική της ΕΕ με στόχο την ανάπτυξη ενός μητρώου δακτυλικών αποτυπωμάτων και φωτογραφιών των πολιτών και των κατοίκων της ΕΕ».

Η έκθεση διαπιστώνει ότι οι κυβερνητική ρητορική γύρω από τη βιομετρική ταυτοποίηση και αναγνώριση, παρουσιάζουν αυτή την τεχνολογία με ευνοϊκό και προοδευτικό τρόπο, ενώ παράλληλα δημιουργούν μια ατμόσφαιρα φόβου γύρω από την ασφάλεια. 

Τελικά, η ασφάλεια «υποστηρίζεται ως μια καταρχήν φυσική ανάγκη που είναι πέραν κάθε συζήτησης και η οποία είναι σύμφυτη με τις ελευθερίες ή τις αντικαθιστά. Η προσέγγιση αυτή καταπατά τις θεμελιώδεις αρχές που στηρίζουν το ευρωπαϊκό νομικό σύστημα, στο οποίο η ασφάλεια αποτελεί αντιθέτως εξαίρεση της ελευθερίας, υπό αυστηρές προϋποθέσεις».

Εν τω μεταξύ, η ΕΕ έχει απαιτήσει από τα κράτη να συλλέγουν βιομετρικά αναγνωριστικά στοιχεία για τον έλεγχο της μετανάστευσης. Η προτεινόμενη νομοθεσία της για την Τεχνητή Νοημοσύνη, επιτρέπει επίσης εξαιρέσεις από  πιθανές απαγορεύσεις της χρήσης της Τεχνητής Νοημοσύνης στην παρακολούθηση - ζωντανή ή μαγνητοσκοπημένη, δημόσια ή ιδιωτική - εάν γίνεται για λόγους εθνικής ασφάλειας.

«Το ΕΔΔΑ [Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων] δήλωσε πολλές φορές ότι πρέπει να υπάρχει σύνδεση μεταξύ της συμπεριφοράς των προσώπων των οποίων τα δεδομένα συλλέγονται και του στόχου που επιδιώκεται από τη νομοθεσία που προβλέπει τη συλλογή των δεδομένων αυτών, προκειμένου να επιτρέπεται η παρακολούθηση. Κανένα επιχείρημα δεν μπορεί να προβληθεί κατά του κανόνα αυτού σε μια πολιτική δημοκρατία που διέπεται από το κράτος δικαίου. Η εσωτερική ασφάλεια δεν αποτελεί επαρκή δικαιολογία, όπως αναφέρει το ΕΔΔΑ.»

Αυτό οδηγεί τον συγγραφέα στη διαπίστωση ότι η αυτολογοκρισία είναι ο κύριος κίνδυνος για το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης και της ελευθερίας του συνέρχεσθαι, καθώς τα βιομετρικά αναγνωριστικά καταχωρούνται σε βάσεις δεδομένων και καταγράφονται μέσω παρακολούθησης - χωρίς να παρέχουν καμία ασφάλεια.

Η βιομετρική ταυτοποίηση επιτρέπει τελικά, μόνο την ταυτοποίηση προσώπων για τα οποία υπάρχει υπόνοια ότι προετοιμάζονται να διαπράξουν ένα αδίκημα. Αυτός μπορεί να είναι ο λόγος για τον οποίο η βιομετρική έρευνα επικεντρώνεται στην πρόβλεψη. 

Ωστόσο, σε μια δημοκρατική κοινωνία που διέπεται από το κράτος δικαίου, ο περιορισμός των ελευθεριών με βάση την πρόβλεψη της συμπεριφοράς δεν είναι επιτρεπτός. 

Αποτελεί αυτή καθ' αυτή παραβίαση του δικαιώματος της πίστης, της ελευθερίας του αυτοπροσδιορισμού και της ελευθερίας της ελεύθερης βούλησης. Εν τέλει, συνιστά παραβίαση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

«Η εν λόγω αρχή ισχύει και για τη βιομηχανία».

Η μελέτη καλύπτει ζητήματα γύρω από την κλοπή στοιχείων ταυτοποίησης, τις προκαταλήψεις και την αντίφαση της χρήσης διακρίσεων βάσει εθνοτικών και κοινωνικών χαρακτηριστικών στην παρακολούθηση, για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας στο όνομα των ευρωπαϊκών αξιών - όπως η μη εφαρμογή διακρίσεων.

Τα ευρήματα οδηγούν στην ανανεωμένη σύσταση για κήρυξη  άμεσης προσωρινής αναστολής της τεχνολογίας και των πρακτικών που επηρεάζουν τα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αντίσταση στην καταπίεση. 

Εκτός από την απαγόρευση της συλλογής και της επεξεργασίας βιομετρικών αναγνωριστικών από τα κρατικά όργανα και τα όργανα της ΕΕ, το έγγραφο ζητά επίσης την απαγόρευση της «συλλογής και της επεξεργασίας, από ιδιωτικές οντότητες, βιομετρικών αναγνωριστικών χωρίς την ελεύθερα δοθείσα, συγκεκριμένη, ρητή και ενημερωμένη συγκατάθεση των εμπλεκόμενων ατόμων. Αυτό καλύπτει τη συλλογή φωτογραφιών και άλλων βιομετρικών αναγνωριστικών που είναι δημόσια διαθέσιμα ή διατίθενται στο Διαδίκτυο».

Οι Πράσινοι/EFA έχουν κατά το παρελθόν απεικονίσει τα προγράμματα επιτήρησης στην ΕΕ και έχουν επικρίνει προηγούμενες προτάσεις για έλεγχο της τεχνολογίας αναγνώρισης προσώπου επειδή δεν έχουν προχωρήσει αρκετά (στην καθιέρωση νομοθεσίας υπερ της προστασίας των βιομετρικών δεδομένων).
***

***
Η τελευταία μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα κράτη μέλη της ΕΕ βρίσκονται αντιμέτωπα με μια κρίσιμη πολιτική επιλογή: 

«Την επιλογή να ανακαλύψουν εκ νέου τις αρχές και τις αξίες του κράτους δικαίου και του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή την επιλογή να παρεκκλίνουν από αυτό το μονοπάτι και να ακολουθήσουν το δρόμο του απολυταρχισμού».



Το άρθρο σε PDF









Σχόλια